- επιχρύσωμα
- το1. λεπτό στρώμα χρυσού με το οποίο γίνεται η επιχρύσωση2. επιχρύσωση, μαλαμοκάπνισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιχρύσωμα — το, ατος 1. λεπτό στρώμα χρυσού, που καλύπτει την επιφάνεια των επίχρυσων (βλ. λ.) αντικειμένων, βαράκι. 2. η επιχρύσωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)